αμυγδάλινος

αμυγδάλινος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμυγδάλινος" в других словарях:

  • αμυγδάλινος — η, ο (Α ἀμυγδάλινος, η, ον) [ἀμυγδάλη] αυτός που περιέχει αμύγδαλο ή προέρχεται από αυτό …   Dictionary of Greek

  • ἀμυγδάλινον — ἀμυγδάλινος of almonds masc acc sg ἀμυγδάλινος of almonds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλίνη — ἀμυγδάλινος of almonds fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλίνην — ἀμυγδάλινος of almonds fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλίνου — ἀμυγδάλινος of almonds masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλίνῳ — ἀμυγδάλινος of almonds masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδάλη — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»